- λογάτορας
- λογάτορας, ο (Μ)βυζαντινός αυλικός τίτλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. βιγλ-άτορας, συμβουλ-άτορας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek